- αμετάπειστος
- -η, -ο (Α ἀμετάπειστος, -ον) [μεταπείθω]1. αυτός που δεν μεταπείστηκε, δεν μεταπείθεται ή δεν είναι δυνατό να μεταπειστεί, ανένδοτος2. (για πράγματα) αμετακίνητος, σταθερός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμετάπειστος — not to be moved by persuasion masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμετάπειστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε μεταπείστηκε ή δε μεταπείθεται, ανένδοτος: Του τα είπα όλα αυτά, αλλά μένει αμετάπειστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμεταπείστως — ἀμετάπειστος not to be moved by persuasion adverbial ἀμετάπειστος not to be moved by persuasion masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετάπειστον — ἀμετάπειστος not to be moved by persuasion masc/fem acc sg ἀμετάπειστος not to be moved by persuasion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταπείστου — ἀμετάπειστος not to be moved by persuasion masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταπείστῳ — ἀμετάπειστος not to be moved by persuasion masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετάπειστοι — ἀμετάπειστος not to be moved by persuasion masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβάγιστος — η, ο [βαγίζω] 1. άκαμπτος, αλύγιστος 2. (για πρόσωπα) αμετάπειστος … Dictionary of Greek
ακλόνητος — η, ο (Μ ἀκλόνητος, ον) [κλονῶ] 1. αυτός που δεν κλονίζεται, αδιάσειστος, σταθερός 2. απτόητος, αμετάπειστος μσν. επίρρ. ἀκλονήτως χωρίς λιποψυχία … Dictionary of Greek
ανένδοτος — η, ο (Α ἀνένδοτος, ον) [ενδίδω] 1. εκείνος που δεν ενδίδει, ανυποχώρητος, αμετάπειστος 2. εκείνος που γίνεται με επιμονή, συνεχής, αδιάκοπος … Dictionary of Greek